- ευγεώργητος
- εὐγεώργητος, -ον (Α)(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. α-γεώργητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγεώργητοι — εὐγεώργητος easy to cultivate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγέωργος — εὐγέωργος, ον (Α) 1. ο ευγεώργητος 2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek